- χαρτοπαίχτης
- οθηλ. χαρτοπαίχτρα αυτός που παίζει χαρτιά συστηματικά: Δε θέλω να παντρευτείς αυτόν το χαρτοπαίχτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρτοπαίκτης — και χαρτοπαίχτης, ο, θηλ. χαρτοπαίκτρια και χαρτοπαίχτρια και χαρτοπαίχτρα, Ν αυτός που παίζει, συστηματικά, τυχερά παιχνίδια με τραπουλόχαρτα, που κατέχεται από το πάθος τής χαρτοπαιξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + παίκτης / παίκτρια. Η λ.… … Dictionary of Greek
Καζανόβα, Τζοβάνι Τζάκομο — (Giovanni Giacomo Casanova, Βενετία 1725 – Πύργος του Ντούχτσοφ, Βοημία 1798). Ιταλός συγγραφέας και τυχοδιώκτης. Γιος ηθοποιού, άρχισε να σπουδάζει στην ιερατική σχολή της Βενετίας, απ’ όπου τον απέβαλαν όμως εξαιτίας ενός σκανδάλου, αφού ήδη… … Dictionary of Greek
Μήτσου, Ανδρέας — (Χαλκιόπουλο Αιτωλοακαρνανίας 1950 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ μετεκπαιδεύτηκε στη ΣΕΛΜΕ Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής… … Dictionary of Greek
αμετανόητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μετάνιωσε ή δε μετανιώνει, αδιόρθωτος: Μένει ο ίδιος, χαρτοπαίχτης αμετανόητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τζογαδόρος — ο (λ. ιταλ.), μανιώδης χαρτοπαίχτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτοπαίζω — χαρτόπαιξα, παίζω χαρτιά, είμαι χαρτοπαίχτης: Χαρτοπαίζει κάθε βράδυ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτόμουτρο — το μανιώδης χαρτοπαίχτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)